- προσωπάκι
- το, Νυποκορ. τού πρόσωπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαχαροχυμένος — η, ο 1. κατασκευασμένος με ζάχαρη, γλυκός 2. μτφ. γοητευτικός («απ το προσωπάκι σου / το ζαχαροχυμένο / στάλαζ ένα μάγεμα», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
κρινόλευκος — η, ο αυτός που έχει το χρώμα τού κρίνου, ο λευκός σαν το κρίνο («κρινόλευκο και παχουλό προσωπάκι», Ξενόπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 σε ανώνυμο ποιητή] … Dictionary of Greek
μάγεμα — και μάγευμα, το (Α μάγευμα) [μαγεύω] μαγικό τέχνασμα, μαγεία, μάγια («βρωτοῑσι καὶ ποτοῑσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῑν», Ευρ.) νεοελλ. γοητεία, σαγήνη, αισθητική έλξη ή απόλαυση («το προσωπάκι σου στάλαζ ένα μάγεμα»,… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek